γεμιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γεμιστής | οι | γεμιστές |
γενική | του | γεμιστή | των | γεμιστών |
αιτιατική | τον | γεμιστή | τους | γεμιστές |
κλητική | γεμιστή | γεμιστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γεμιστής < γεμίζω + -τής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική chargeur)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γεμιστής αρσενικό
- αυτός που γεμίζει
- (στρατιωτικός όρος) αυτός που γεμίζει με βλήματα κάποιο όπλο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη γεμίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
γεμιστής
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
γεμιστής