Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γελασίνος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
γελασίν
ος
οι
γελασίν
οι
γενική
του
γελασίν
ου
των
γελασίν
ων
αιτιατική
τον
γελασίν
ο
τους
γελασίν
ους
κλητική
γελασίν
ε
γελασίν
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γελασίνος
<
ελληνιστική κοινή
γελασῖνος
<
αρχαία ελληνική
γελάω
/
γελῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γελασίνος
αρσενικό
δόντι
που φαίνεται καθώς
γελάμε
≈
συνώνυμα
:
κοπτήρας
λακκάκι
που (
ενίοτε
) εμφανίζεται στα
μάγουλα
, όταν γελάμε
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
γελώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γελασίνος
(
ελληνιστική κοινή
) :
γελασῖνος
αγγλικά
:
grinner
(en)
(1),
dimple
(en)
(2)