Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γειτονέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γειτονεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γειτονεύω
  3. θα γειτονέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γειτονεύω