γειτονεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γειτονεύω < αρχαία ελληνική γειτονεύω < γείτων + -εύω (σημερινή έννοια αλλά και μοιάζω)
Ρήμα επεξεργασία
γειτονεύω
- είμαι γείτονας με κάποιον (για έμψυχα)
- συνορεύω ή είμαι απλώς κοντά σε κάτι, βρίσκομαι στην ίδια γειτονιά, κυριολεκτικά ή και μεταφορικά, (για άψυχα)
Παροιμίες επεξεργασία
- αν γειτονέψεις με κουτσό θα μάθεις να κουτσαίνεις: με όποιον δάσκαλο καθίσεις τα ίδια γράμματα θα μάθεις
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γειτονεύω < γείτων και -εύω
Ρήμα επεξεργασία
γειτονεύω ( & γειτνιάω-γειτνιῶ & γειτονέω και γειτνιάζω)
- είμαι κοντά, συνορεύω με κάποιον
- μοιάζω σε κάποιον