γεγενημένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
γεγενημένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του γεγενημένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του γεγενημένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γεγενημένος
γεγενημένων