γατόφιδο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γατόφιδο | τα | γατόφιδα |
γενική | του | γατόφιδου | των | γατόφιδων |
αιτιατική | το | γατόφιδο | τα | γατόφιδα |
κλητική | γατόφιδο | γατόφιδα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γατόφιδο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
γατόφιδο
|