γαριδομακαρονάδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαριδομακαρονάδα < γαρίδ(α) + -ο- + μακαρονάδα
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαριδομακαρονάδα θηλυκό
- (γαστρονομία) μακαρονάδα με γαρίδες
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαριδομακαρονάδα
|