Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αστακομακαρονάδα οι αστακομακαρονάδες
      γενική της αστακομακαρονάδας των αστακομακαρονάδων
    αιτιατική την αστακομακαρονάδα τις αστακομακαρονάδες
     κλητική αστακομακαρονάδα αστακομακαρονάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μια μερίδα αστακομακαρονάδα

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστακομακαρονάδα < αστακ(ός) + -ο- + μακαρονάδα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.sta.ko.ma.ka.ɾoˈna.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐στα‐κο‐μα‐κα‐ρο‐νά‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αστακομακαρονάδα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία