γαμετόφυτο
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαμετόφυτο < γαμέτ(ης) + -ό- + φυτό • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαμετόφυτο θηλυκό
- (βιολογία, βοτανική) η φάση ζωής του φυτού κατά την οποία τα κύτταρά του φέρουν απλοειδείς πυρήνες, και από τα οποία δημιουργούνται τα γεννητικά κύτταρά του (γαμέτες).
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαμετόφυτο