γαλότσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαλότσα | οι | γαλότσες |
γενική | της | γαλότσας | των | γαλοτσών |
αιτιατική | τη | γαλότσα | τις | γαλότσες |
κλητική | γαλότσα | γαλότσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαλότσα < (άμεσο δάνειο) βενετική galozza[1] < γαλλική galoche < πιθανόν λατινική gallica[2] < Gallicus < Gallus < πρωτοκελτική *galn- (δύναμαι). Λιγότερο πιθανή υπόθεση για αντιδάνειο < *calopia < λατινική calopus < αρχαία ελληνική καλόπους (καλαπόδι)[2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣaˈlo.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐λό‐τσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαλότσα θηλυκό
- (υπόδηση) μπότα αδιάβροχη από καουτσούκ ή δέρμα που χρησιμοποιείται στη βροχή, στο χιόνι και, κυρίως, για αγροτικές εργασίες
Υπερώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γαλότσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.