Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαλόσουπα οι γαλόσουπες
      γενική της γαλόσουπας
    αιτιατική τη γαλόσουπα τις γαλόσουπες
     κλητική γαλόσουπα γαλόσουπες
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού
που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα»)
τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα»)
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαλόσουπα < γάλ(ος) + -ό- + -σουπα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαλόσουπα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία