γαλβανικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαλβανικός < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική galvanique
Επίθετο επεξεργασία
γαλβανικός, -ή, -ό
- σχετικός με το γαλβανισμό
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαλβανικός
|
γαλβανικός, -ή, -ό
|