γαλατιέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαλατιέρα | οι | γαλατιέρες |
γενική | της | γαλατιέρας | — | |
αιτιατική | τη | γαλατιέρα | τις | γαλατιέρες |
κλητική | γαλατιέρα | γαλατιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
γαλατιέρα < γάλα (από τη γενική όχι γάλακτος αλλά γάλατος + -ιέρα(κατά το αλατιέρα, φρουτιέρα, υπό την επίδραση της γαλλικής κατάληξης -ère σε λέξης που συνήθως έληγαν σε ταυ στα ελληνικά ή στα γαλλικά)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαλατιέρα θηλυκό
- δοχείο για τη φύλαξη του γάλακτος ή για το βράσιμό του, όταν δεν υπήρχε ο βραστήρας