γαλαξειδιώτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαλαξειδιώτικος < Γαλαξειδιώτ(ης) + -ικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣa.la.ksiˈðʝo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐λα‐ξει‐διώ‐τι‐κος
Επίθετο επεξεργασία
γαλαξειδιώτικος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Γαλαξείδι
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαλαξειδιώτικος
→ δείτε τη λέξη γαλαξιδιώτικος |