γαλαθηνός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαλαθηνός < αρχαία ελληνική γαλαθηνός γάλα + -θηνός (< θῆσθαι, απαρέμφατο του θηλάζω)
Επίθετο επεξεργασία
γαλαθηνός -ή -ό
- παιδί ή μικρό θηλαστικό ζώο που ακόμη θηλάζει
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαλαθηνός
|