γαλίφικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαλίφικος < γαλίφης
Επίθετο επεξεργασία
γαλίφικος
- που χαρακτηρίζει τον γαλίφη
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαλίφικος
→ δείτε τη λέξη κολακευτικός |