γαλέος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γαλέος | οι | γαλέοι |
γενική | του | γαλέου | των | γαλέων |
αιτιατική | τον | γαλέο | τους | γαλέους |
κλητική | γαλέε | γαλέοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαλέος < αρχαία ελληνική γαλεός
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαλέος αρσενικό
- (ψάρι) είδος ψαριού της Mεσογείου που ανήκει στην οικογένεια των καρχαριοειδών (συγγενεύει με το σκυλόψαρο)
- φάγαμε γαλέο σαγανάκι
Δείτε επίσης επεξεργασία
- γαλέος στη Βικιπαίδεια