Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαζωμένος η γαζωμένη το γαζωμένο
      γενική του γαζωμένου της γαζωμένης του γαζωμένου
    αιτιατική τον γαζωμένο τη γαζωμένη το γαζωμένο
     κλητική γαζωμένε γαζωμένη γαζωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαζωμένοι οι γαζωμένες τα γαζωμένα
      γενική των γαζωμένων των γαζωμένων των γαζωμένων
    αιτιατική τους γαζωμένους τις γαζωμένες τα γαζωμένα
     κλητική γαζωμένοι γαζωμένες γαζωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαζωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γαζώνω

  Μετοχή επεξεργασία

γαζωμένος, -η, -ο

  1. που έχει γαζωθεί
  2. που έχει υποστεί πυκνά πυρά

  Μεταφράσεις επεξεργασία