Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γάσα οι γάσες
      γενική της γάσας
    αιτιατική τη γάσα τις γάσες
     κλητική γάσα γάσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γάσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική gassa (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γάσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία