μπίντα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπίντα | οι | μπίντες |
γενική | της | μπίντας | των | μπιντών |
αιτιατική | την | μπίντα | τις | μπίντες |
κλητική | μπίντα | μπίντες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπίντα θηλυκό
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) σχοινιά με τα οποία μαζεύουν ένα τμήμα του ιστίου
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπίντα
|