Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρῶσις < βιβρώσκω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βρῶσις θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  • η βρωτύς, της βρωτύος (η κατανάλωση τροφής)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία