βρώση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βρώση | οι | βρώσεις |
γενική | της | βρώσης* | των | βρώσεων |
αιτιατική | τη | βρώση | τις | βρώσεις |
κλητική | βρώση | βρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βρώση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βρῶ(σις) + -ση < βιβρώσκω (καταβροχθίζω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈvɾo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρώ‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
βρώση θηλυκό
- (λόγιο) φάγωμα, κατανάλωση τροφής, τροφίμων
- ※ Δὲν παίρνει μόνον ἄρματα φονικά, δοξάρια καὶ σαγίτες, σπαθιὰ καὶ ἀπελατίκια· μὰ καὶ τροφές βρώση καὶ πόση γιὰ ξεγέλασμα. Παίρνει κρέατα – βόδια ὁλάκερα· παίρνει ψωμιὰ – φούρνους ἀδαπάνητους· παίρνει κρασιὰ – βαρέλια χιλιοστέφανα.
- Ανδρέας Καρκαβίτσας, Λόγια της Πλώρης (1924), «Το βασιλόπουλο»
- ※ Δὲν παίρνει μόνον ἄρματα φονικά, δοξάρια καὶ σαγίτες, σπαθιὰ καὶ ἀπελατίκια· μὰ καὶ τροφές βρώση καὶ πόση γιὰ ξεγέλασμα. Παίρνει κρέατα – βόδια ὁλάκερα· παίρνει ψωμιὰ – φούρνους ἀδαπάνητους· παίρνει κρασιὰ – βαρέλια χιλιοστέφανα.
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη βάραθρο & αρχαίο βιβρώσκω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βρώση
|