Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  • Χημικό στοιχείο: Br
  • Ατομικός αριθμός : 35
  • Προηγούμενο = Se
  • Επόμενο = Kr

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρόμιο < (καθαρεύουσα) βρόμιον ή βρώμιον, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική brome < ελληνιστική κοινή βρόμος ή βρῶμος (δυσωδία)
Η λέξη μαρτυρείται από το 1876.[1] Η γραφή βρόμιο θεωρείται σωστότερη (βλ. ετυμολογία του βρόμα). Επίσης, βλ. βρομώ για την αρχική σημασία: “θορυβώ, κάνω κρότο”.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βρόμιο ουδέτερο στον ενικό

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βρόμιο τα βρόμια
      γενική του βρομίου
βρόμιου
των βρομίων
    αιτιατική το βρόμιο τα βρόμια
     κλητική βρόμιο βρόμια
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Άλλες γραφές επεξεργασία

Ταυτόσημο επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. Θεοδωρόπουλος, Παναγιώτης. Παπαθεοφάνους, Παύλος. Σιδέρη, Φιλλένια. Χημεία Γ' Γυμνασίου. Αθήνα: ΟΕΔΒ, χωρίς ημερομηνία. Κεφ: Τα αλογόνα, στο ebooks.edu.gr. ανευρ:2018.07.01.
  3. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, . (λήμμα: βρώμιον)
  4. βρόμιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας