βραχύσωμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vɾaˈçi.so.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρα‐χύ‐σω‐μος
Επίθετο επεξεργασία
βραχύσωμος, -η, -ο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βραχύσωμος
|