βραχυμεσοχρόνιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βραχυμεσοχρόνιος < βραχυ- + μεσοχρόνιος
Επίθετο επεξεργασία
βραχυμεσοχρόνιος
- που διαρκεί μικρό ή λίγο πιο εκτεταμένο χρονικό διάστημα
Μεταφράσεις επεξεργασία
βραχυμεσοχρόνιος
|