Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βραχυκυκλωτήρας οι βραχυκυκλωτήρες
      γενική του βραχυκυκλωτήρα των βραχυκυκλωτήρων
    αιτιατική τον βραχυκυκλωτήρα τους βραχυκυκλωτήρες
     κλητική βραχυκυκλωτήρα βραχυκυκλωτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Βραχυκυκλωτήρας (τζαμπεράκι) σε μητρική κάρτα (motherboard)
 
Καλώδια βραχυκύκλωσης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βραχυκυκλωτήρας αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία


Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία