βραχάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βραχάκι | τα | βραχάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βραχάκι | τα | βραχάκια |
κλητική | βραχάκι | βραχάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βραχάκι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βραχάκι ουδέτερο
- μικρός βράχος
- (μεταφορικά) μικρή πέτρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
βραχάκι
|