Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραδυφλεγής η βραδυφλεγής το βραδυφλεγές
      γενική του βραδυφλεγούς* της βραδυφλεγούς του βραδυφλεγούς
    αιτιατική τον βραδυφλεγή τη βραδυφλεγή το βραδυφλεγές
     κλητική βραδυφλεγή(ς) βραδυφλεγής βραδυφλεγές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραδυφλεγείς οι βραδυφλεγείς τα βραδυφλεγή
      γενική των βραδυφλεγών των βραδυφλεγών των βραδυφλεγών
    αιτιατική τους βραδυφλεγείς τις βραδυφλεγείς τα βραδυφλεγή
     κλητική βραδυφλεγείς βραδυφλεγείς βραδυφλεγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vɾa.ði.fleˈʝis/ αρσενικό ή θηλυκό
ΔΦΑ : /vɾa.ði.fleˈʝes/ ουδέτερο

  Ετυμολογία επεξεργασία

βραδυφλεγής < βραδυ- + -φλεγής (< φλέγω)

  Επίθετο επεξεργασία

βραδυφλεγής, -ής, -ές

  1. που καίγεται αργά
    βραδυφλεγής βόμβα
    βραδυφλεγές υλικό
    βραδυφλεγή υφάσματα
  2. (μεταφορικά) που καθυστερεί να αντιδράσει ή να εκδηλωθεί
    βραδυφλεγής αντίδραση

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία