Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βούρδουλας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
βούρδουλ
ας
οι
βούρδουλ
ες
γενική
του
βούρδουλ
α
των
βουρδούλ
ων
αιτιατική
τον
βούρδουλ
α
τους
βούρδουλ
ες
κλητική
βούρδουλ
α
βούρδουλ
ες
Κατηγορία
όπως «
φύλακας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βούρδουλας
<
μεσαιωνική ελληνική
βούρδουλας
< πιθανόν από το
βουδόρος
ή το τουρκικό
vurdum
(αόριστος του
vurmak
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βούρδουλας
αρσενικό
μαστίγιο
(
συνεκδοχικά
)
μαστίγωση
(
μεταφορικά
)
καταναγκασμός
Συγγενικά
επεξεργασία
βουρδουλιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βούρδουλας
γαλλικά
: 1.
fouet
(fr)
,
cravache
(fr)
(
ιππασία
) 2.
flagellation
(fr)
ισπανικά
: 1.
látigo
(es)
,
flagelo
(es)
2.
flagelación
(es)
,
azote
(es)