Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βουταδιένιο τα βουταδιένια
      γενική του βουταδιένιου των βουταδιένιων
    αιτιατική το βουταδιένιο τα βουταδιένια
     κλητική βουταδιένιο βουταδιένια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βουταδιένιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική butadiène < butane < butylique < butyrique < λατινική butyrum < αρχαία ελληνική βούτυρον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βουταδιένιο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία