βουταδιένιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βουταδιένιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική butadiène < butane < butylique < butyrique < λατινική butyrum < αρχαία ελληνική βούτυρον
Ουσιαστικό επεξεργασία
βουταδιένιο ουδέτερο
- (χημεία) ακόρεστος υδρογονάνθρακας (CH2=CH-CH=CH2)