βουλεβάρτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βουλεβάρτο ουδέτερο
- (παρωχημένο) (λόγιο) λεωφόρος
- Η ενότητα αυτή έχει ως στόχο να παρουσιάσει τις παρισινές οδούς που είναι γνωστές με το όνομα «βουλεβάρτα» μέσα από λογοτεχνικά κείμενα, εικόνες και οπτικοακουστικό υλικό, προκειμένου να αναδειχτούν ως ιδανικοί τόποι ελεύθερης περιπλάνησης και προνομιακό πεδίο του ανέμελου περιπατητή. (*)
- (λόγιο) είδος (ελαφριού) θεατρικού έργου