Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βομβιστής οι βομβιστές
      γενική του βομβιστή των βομβιστών
    αιτιατική τον βομβιστή τους βομβιστές
     κλητική βομβιστή βομβιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βομβιστής < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βομβιστής αρσενικό

  1. αυτός που προκαλεί ή αποπειράται να προκαλέσει έκρηξη βόμβας
  2. βομβιστής αυτοκτονίας: αυτός που ζώνεται με εκρηκτικά και τα πυροδοτεί προκαλώντας έτσι εκτός από τον δικό του θάνατο και το θάνατο άλλων ανθρώπων

  Μεταφράσεις επεξεργασία