βολφραμιούχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
βολφραμιούχος, -α, -ο
- (χημεία): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο βολφραμίου
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βολφραμιούχος
|
βολφραμιούχος, -α, -ο
|