βολικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
βολικά < βολικός
Επίρρημα επεξεργασία
βολικά
- με τρόπο βολικό, άνετο
- κάθισε βολικά στην πολυθρόνα κι άνοιξε μια μπύρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
βολικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
βολικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βολικό