βολετός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βολετός | η | βολετή | το | βολετό |
γενική | του | βολετού | της | βολετής | του | βολετού |
αιτιατική | τον | βολετό | τη | βολετή | το | βολετό |
κλητική | βολετέ | βολετή | βολετό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βολετοί | οι | βολετές | τα | βολετά |
γενική | των | βολετών | των | βολετών | των | βολετών |
αιτιατική | τους | βολετούς | τις | βολετές | τα | βολετά |
κλητική | βολετοί | βολετές | βολετά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βολετός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βολετός [1]
Επίθετο επεξεργασία
βολετός, -ή, -ό
- που βολεύει
- που είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ βολετός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βολετός < απρόσωπο βολεῖ (είνα δυνατόν), γ΄ πρόσωπο ενικού του βολῶ[1] + -τός < ελληνιστική κοινή εὐβολέω < αρχαία ελληνική εὔβολος < εὖ + βολή
Επίθετο επεξεργασία
βολετός
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ βολετός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].