βοή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βοή | οι | βοές |
γενική | της | βοής | των | βοών |
αιτιατική | τη | βοή | τις | βοές |
κλητική | βοή | βοές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βοή < αρχαία ελληνική βοή
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βοή θηλυκό