βλεννογονεκτομή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βλεννογονεκτομή < βλεννογόνος + εκτομή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική mucosal resection)
Ουσιαστικό επεξεργασία
βλεννογονεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) (ενδοσκοπική) χειρουργική επέμβαση με την οποία αφαιρείται παθολογικό υλικό που φέρει την δυσπλασία ή τον πρώιμο καρκίνο