βλαχοδημαρχίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βλαχοδημαρχίνα < θηλυκό του βλαχοδήμαρχος / βλαχο- + δημαρχίνα
Ουσιαστικό επεξεργασία
βλαχοδημαρχίνα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη βλαχοδήμαρχος
Μεταφράσεις επεξεργασία
βλαχοδημαρχίνα
|