Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βιός οἱ βιοί
      γενική τοῦ βιοῦ τῶν βιῶν
      δοτική τῷ βι τοῖς βιοῖς
    αιτιατική τὸν βιόν τοὺς βιούς
     κλητική ! βιέ βιοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βιώ
γεν-δοτ τοῖν  βιοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιός, -οῦ αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία