βιτσιόζικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιτσιόζικος < βιτσιόζ(ος) + -ικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /viˈt͡si̯o.zi.kos/ & /viˈt͡sço.zi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐τσιό‐ζι‐κος
Επίθετο επεξεργασία
βιτσιόζικος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βίτσιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
βιτσιόζικος
|