βιοϋλικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βιοϋλικό | τα | βιοϋλικά |
γενική | του | βιοϋλικού | των | βιοϋλικών |
αιτιατική | το | βιοϋλικό | τα | βιοϋλικά |
κλητική | βιοϋλικό | βιοϋλικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιοϋλικό < βιο- + υλικό ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική biomaterial)
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιοϋλικό ουδέτερο
- (νεολογισμός) (ιατρική) (βιολογία) φυσικό ή τεχνητό υλικό που το τοποθετούν (μόνιμα ή για κάποιο χρονικό διάστημα) σε επαφή με ιστούς ή άλλα όργανα και διασφαλίζει την υγεία ή την ποιότητα ζωή του ασθενή
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βιοϋλικό