βιοτεχνολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιοτεχνολόγος < βιο- + τεχνολόγος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική biotechnologist
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιοτεχνολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που ασχολείται (επαγγελματικά) με τη βιοτεχνολογία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βιοτεχνολόγος
|