βιορομποτική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιορομποτική < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική biorobotics < αρχαία ελληνική βίος + τσεχική robot
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιορομποτική θηλυκό
- (νεολογισμός) γνώση ή επιστήμη που αφορά τα βιορομπότ
Μεταφράσεις επεξεργασία
βιορομποτική