Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η βιοπάλη
      γενική της βιοπάλης
    αιτιατική τη βιοπάλη
     κλητική βιοπάλη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιοπάλη < (λόγιο) (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική lutte pour la vie ή αγγλική struggle for life, αναλύεται σε: βίος + πάλη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιοπάλη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • ο καθημερινός αγώνας (ιδίως των φτωχών) για την εξασφάλιση των αναγκαίων για την επιβίωση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία