Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η βιντεογράφος οι βιντεογράφοι
      γενική του/της βιντεογράφου των βιντεογράφων
    αιτιατική τον/τη βιντεογράφο τους/τις βιντεογράφους
     κλητική βιντεογράφε βιντεογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιντεογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική videographer + -ος < λατινική video + photographer < αρχαία ελληνική φῶς + γράφω
Μορφολογικά αναλύεται σε βίντεο + -γράφος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιντεογράφος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (τέχνη, επάγγελμα) ο επαγγελματίας που έχει ως αντικείμενο τη λήψη και δημιουργία βίντεο
  2. πρόσωπο που ασχολείται με τη λήψη βίντεο
  3. ο δημιουργός ενός βίντεο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία