Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιβλιοκαπηλία οι βιβλιοκαπηλίες
      γενική της βιβλιοκαπηλίας των βιβλιοκαπηλιών
    αιτιατική τη βιβλιοκαπηλία τις βιβλιοκαπηλίες
     κλητική βιβλιοκαπηλία βιβλιοκαπηλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιβλιοκαπηλία < βιβλιοκάπηλος + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιβλιοκαπηλία θηλυκό

  1. η έκνομη ανατύπωση και το εμπόριο βιβλίων
  2. η έκδοση ή πώληση βιβλίων χαμηλής ποιότητας με σκοπό το κέρδος
  3. η αισχροκέρδεια σε βιβλία που έχουν μεγάλη ζήτηση

Συνώνυμα επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία