βιβλιοθηκάριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βιβλιοθηκάριος | οι | βιβλιοθηκάριοι |
γενική | του | βιβλιοθηκάριου & βιβλιοθηκαρίου |
των | βιβλιοθηκάριων & βιβλιοθηκαρίων |
αιτιατική | τον | βιβλιοθηκάριο | τους | βιβλιοθηκάριους & βιβλιοθηκαρίους |
κλητική | βιβλιοθηκάριε | βιβλιοθηκάριοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιβλιοθηκάριος < βιβλιοθήκη + -άριος (< λατινική -arius)
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιβλιοθηκάριος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο υπεύθυνος μιας βιβλιοθήκης