βιβλιοδετημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιβλιοδετημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βιβλιοδετώ
Μετοχή επεξεργασία
βιβλιοδετημένος
- που έχει βιβλιοδετηθεί, που έχει δεθεί σε βιβλίο
Μεταφράσεις επεξεργασία
βιβλιοδετημένος
|