Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βιβλιοδέτης οι βιβλιοδέτες
      γενική του βιβλιοδέτη των βιβλιοδετών
    αιτιατική τον βιβλιοδέτη τους βιβλιοδέτες
     κλητική βιβλιοδέτη βιβλιοδέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιβλιοδέτης < βιβλίο + -δέτης < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Buchbinder

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιβλιοδέτης αρσενικό (θηλυκό βιβλιοδέτρια)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία