βιβάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βιβάρι | τα | βιβάρια |
γενική | του | βιβαριού | των | βιβαριών |
αιτιατική | το | βιβάρι | τα | βιβάρια |
κλητική | βιβάρι | βιβάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιβάρι < μεσαιωνική ελληνική βιβάριον < λατινική vivarium
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιβάρι ουδέτερο
- (παρωχημένο) θαλάσσιος χώρος που έχει περιφραχτεί κατάλληλα και χρησιμοποιείται σαν ιχθυοτροφείο
- (παρωχημένο) καλαμένια περίφραξη σε άνοιγμα λιμνοθάλασσας
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βιβάρι
|